τανγκό

τανγκό
(tango). Oνομάζεται και τάνγκο. Είδος χορού που ήρθε από την Αργεντινή στην Ευρώπη (1912) και στην Ελλάδα (1913). Η λέξη τ. με τονισμό στην παραλήγουσα, είναι ισπανική και σημαίνει γενικά γιορτή ή λαϊκό χορό. Πολλοί υποστηρίζουν ότι το τ. είναι αρχαίος αιγυπτιακός χορός, μαυριτανικής καταγωγής. Οι Γάλλοι υποστηρίζουν ότι είναι γαλλικός του 17ου αι. Αξιοσημείωτο είναι ότι το Βατικανό, όταν ο χορός αυτός γενικεύτηκε στην Ευρώπη, αφόρισε όσους τον χόρευαν. Τανγκό, ο αισθησιακός χορός, στιγμιότυπο από φεστιβάλ (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
και τά(ν)γκο, το, Ν
άκλ.
1. αστικός χορός με αργό ρυθμό, ο οποίος χορεύεται από ζευγάρια
2. (συνειδ.) η φωνητική ή η ενόργανη σύνθεση για τον χορό αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμερικανοϊσπ. tango].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ксантулис, Яннис — Яннис Ксантулис греч. Γιάννης Ξανθούλης Дата рождения: 1947 год(1947) Место рождения …   Википедия

  • ταγκό — το, Ν βλ. τανγκό …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Γκαρδέλ, Κάρλος — (Carlos Gardel, Γαλλία 1890 – Κολομβία 1935). Αργεντινός τραγουδιστής. Η οικογένειά του μετοίκησε από τη Γαλλία στην Αργεντινή όταν ήταν μικρός. Μεγάλωσε στο Μπουένος Άιρες και τις πρώτες του ηχογραφήσεις σε δίσκους τις πραγματοποίησε το 1911. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Καμένσκι, Bασίλι — (Vasily Kamensky, Περμ 1884 – Μόσχα 1961).Ρώσος λογοτέχνης. Υπήρξε ένας από τους βασικούς θεμελιωτές του φουτουρισμού. Η λυρική του ποίηση χαρακτηρίζεται από την έκσταση για την ύπαρξη και την αισιόδοξη αντίληψη για τη ζωή. Στα ποιητικά του έργα… …   Dictionary of Greek

  • Κοντσαλόφσκι, Αντρέι — (Andrei Konchalovsky, Μόσχα 1937 –). Ρώσος σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Γόνος οικογένειας ποιητών (ο πατέρας του έγραψε τον ύμνο της Σοβιετικής Ένωσης), παρακολούθησε μαθήματα μουσικής και κινηματογράφου στη Μόσχα και… …   Dictionary of Greek

  • Μπερτολούτσι, Μπερνάρντο — (Bernardo Bertolucci, Πάρμα 1940 –). Ιταλός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Από τους διασημότερους και πιο σπουδαίους Ευρωπαίους δημιουργούς στον κινηματογράφο του 20ού αι., ο Μ. σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Ρώμης και… …   Dictionary of Greek

  • Μπράντο, Μάρλον — (Marlon Brando, Νεμπράσκα 1924 –). Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός του κινηματογράφου. Αρρενωπός, με αθλητικό παράστημα και καλή άρθρωση, έγινε ένα από τα σύμβολα μιας ολόκληρης γενιάς κατακτώντας τη δημοσιότητα με τρόπο τέτοιο που… …   Dictionary of Greek

  • Μρόζεκ, Σλάβομιρ — (Mrozek, Μπορζεζίν 1930 –). Πολωνός δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε αρχιτεκτονική, εικαστικές τέχνες και φιλολογία. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος και γελοιογράφος, συνεργαζόμενος με διάφορες, μεγάλης κυκλοφορίας, εφημερίδες της πατρίδας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”