Ксантулис, Яннис — Яннис Ксантулис греч. Γιάννης Ξανθούλης Дата рождения: 1947 год(1947) Место рождения … Википедия
ταγκό — το, Ν βλ. τανγκό … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Γκαρδέλ, Κάρλος — (Carlos Gardel, Γαλλία 1890 – Κολομβία 1935). Αργεντινός τραγουδιστής. Η οικογένειά του μετοίκησε από τη Γαλλία στην Αργεντινή όταν ήταν μικρός. Μεγάλωσε στο Μπουένος Άιρες και τις πρώτες του ηχογραφήσεις σε δίσκους τις πραγματοποίησε το 1911. Ο… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Καμένσκι, Bασίλι — (Vasily Kamensky, Περμ 1884 – Μόσχα 1961).Ρώσος λογοτέχνης. Υπήρξε ένας από τους βασικούς θεμελιωτές του φουτουρισμού. Η λυρική του ποίηση χαρακτηρίζεται από την έκσταση για την ύπαρξη και την αισιόδοξη αντίληψη για τη ζωή. Στα ποιητικά του έργα… … Dictionary of Greek
Κοντσαλόφσκι, Αντρέι — (Andrei Konchalovsky, Μόσχα 1937 –). Ρώσος σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Γόνος οικογένειας ποιητών (ο πατέρας του έγραψε τον ύμνο της Σοβιετικής Ένωσης), παρακολούθησε μαθήματα μουσικής και κινηματογράφου στη Μόσχα και… … Dictionary of Greek
Μπερτολούτσι, Μπερνάρντο — (Bernardo Bertolucci, Πάρμα 1940 –). Ιταλός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Από τους διασημότερους και πιο σπουδαίους Ευρωπαίους δημιουργούς στον κινηματογράφο του 20ού αι., ο Μ. σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Ρώμης και… … Dictionary of Greek
Μπράντο, Μάρλον — (Marlon Brando, Νεμπράσκα 1924 –). Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός του κινηματογράφου. Αρρενωπός, με αθλητικό παράστημα και καλή άρθρωση, έγινε ένα από τα σύμβολα μιας ολόκληρης γενιάς κατακτώντας τη δημοσιότητα με τρόπο τέτοιο που… … Dictionary of Greek
Μρόζεκ, Σλάβομιρ — (Mrozek, Μπορζεζίν 1930 –). Πολωνός δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε αρχιτεκτονική, εικαστικές τέχνες και φιλολογία. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος και γελοιογράφος, συνεργαζόμενος με διάφορες, μεγάλης κυκλοφορίας, εφημερίδες της πατρίδας… … Dictionary of Greek